λουκούμα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια σαποτίδες και καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές για τους μεγάλους εδώδιμους πορτοκαλόχρωμους καρπούς τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lucuma <… … Dictionary of Greek
μακορέ — το βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Dumoria hechelii τής οικογένειας σαποτίδες, καθώς και εμπορική ονομασία τού ξύλου του … Dictionary of Greek
μιμούσωψ — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σαποτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mimusops (< μῖμος, ου + ὤψ «όψη»] … Dictionary of Greek
παλάκιο — (palaquium). Πρόκειται για το δέντρο που παράγει τη γουταπέρκα. Έχει ύψος περίπου 25 μ. με φύλλα απλά, δερματώδη, σκεπασμένα με χνούδι. Το γένος αριθμεί 60 είδη, που φυτρώνουν στα παρθένα, θερμά και υγρά δάση της χερσονήσου της Μαλαισίας, της… … Dictionary of Greek
παϋένα — η βοτ. γένος δέντρων τής οικογένειας σαποτίδες που περιλαμβάνει 15 περίπου είδη τού αρχιπελάγους τής Μαλαισίας με γαλακτώδη χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. payena, από το ον. τού Αnselme Payen, Γάλλου χημικού και βοτανολόγου] … Dictionary of Greek
σιδηρόξυλο(ν) — το, Ν 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαποτίδες τής τάξης εβενώδη, το οποίο περιλαμβάνει 100 περίπου ήδη δένδρων τής τροπικής Αμερικής με πολύ σκληρό ξύλο 2. συνεκδ. ξύλο από το παραπάνω δένδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek